ajetrear - ορισμός. Τι είναι το ajetrear
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι ajetrear - ορισμός


ajetrear      
ajetrear (del antig. "ahetrar", de "hetría", enredo) tr. Ser causa de que alguien se ajetree. prnl. Trabajar mucho físicamente, moverse mucho, ir a muchos sitios o realizar cualquier actividad física intensa.
. Catálogo
Ir [o andar] de acá para allá, afanarse, aginarse, agitarse, aperrearse, aporrearse, ir [o andar] de aquí para allí, atosigarse, atrafagarse, azacanarse, azacanear, ir [o andar] de cabeza, ir [o andar] de Ceca en Meca, ir de la Ceca a la Meca, perder el hato, ir de Herodes a Pilatos, echar los hígados, ir de un lado para otro, ir [o andar] al retortero, trajinar. *Actividad. *Apresurarse. *Atarearse. *Cansar. *Moverse. *Trabajar.
ajetrear      
Sinónimos
verbo
1) trabajar: trabajar, andar, matarse, afanarse, bregar, atarear, echar el bofe
2) agitar: agitar, mover, revolver
Antónimos
verbo
descansar: descansar, sosegar, parar
Palabras Relacionadas
ajetrear      
verbo trans.
Molestar, mover mucho cansar con órdenes diversas o imponiendo trabajo excesivo. Se utiliza también como pronominal.
Τι είναι ajetrear - ορισμός